„Badeverbot“: Neutrum, sächlich BadeverbotNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απαγόρευση κολύμβησης απαγόρευσηFemininum, weiblich | θηλυκό f κολύμβησης Badeverbot Badeverbot