„autoritätsgläubig“: Adjektiv autoritätsgläubigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) που έχει εμπιστοσύνη στις αρχές που έχει εμπιστοσύνη στις αρχές autoritätsgläubig autoritätsgläubig