„Austernbank“: Femininum, weiblich AusternbankFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εκτροφείο στρειδιών εκτροφείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n στρειδιών Austernbank Austernbank