„Außenarbeiten“: Plural AußenarbeitenPlural | πληθυντικός pl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εργασίες στο εξωτερικό εργασίεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl στο εξωτερικό Außenarbeiten Außenarbeiten