Ausschreitungen
Femininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- έκτροπαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplAusschreitungenεπεισόδιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplAusschreitungenAusschreitungen