„ausschneiden“: transitives Verb ausschneidentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κόβω, αποκόπτω κόβω ausschneiden ausschneiden αποκόπτω ausschneiden Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT ausschneiden Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT