„ausreiten“: intransitives Verb ausreitenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κάνω περίπατο με το άλογο κάνω περίπατο με το άλογο ausreiten ausreiten