„ausreisen“: intransitives Verb ausreisenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φεύγω αναχωρώ στο εξωτερικό φεύγωoder | ή od αναχωρώ στο εξωτερικό ausreisen ausreisen