„Auslandsreise“: Femininum, weiblich AuslandsreiseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ταξίδι στο εξωτερικό ταξίδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n στο εξωτερικό Auslandsreise Auslandsreise