Auskunftspflicht
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- υποχρέωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f παροχής πληροφοριώνAuskunftspflicht Rechtswesen | νομικός όροςJURAuskunftspflicht Rechtswesen | νομικός όροςJUR