„ausdrucken“: transitives Verb ausdruckentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εκτυπώνω εκτυπώνω ausdrucken Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT ausdrucken Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT