„aufpoppen“: intransitives Verb aufpoppenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αναδύομαι αναδύομαι aufpoppen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT aufpoppen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT