„Attest“: Neutrum, sächlich AttestNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πιστοποιητικό πιστοποιητικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Attest Attest examples ärztliche(s) Attest ιατρικό πιστοποιητικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ärztliche(s) Attest