„Attachment“: Neutrum, sächlich AttachmentNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συνημμένο αρχείο συνημμένο αρχείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Attachment Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Attachment Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT