„Atomstrom“: Maskulinum, männlich AtomstromMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παραγωγή ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια παραγωγήFemininum, weiblich | θηλυκό f ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια Atomstrom Atomstrom