„Asylsuchende(r)“: Maskulinum und Femininum AsylsuchendeMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πρόσωπο που αναζητάει ασυλία πρόσωποNeutrum, sächlich | ουδέτερο n που αναζητάει ασυλία Asylsuchende(r) Asylsuchende(r)