„ASU“: Femininum, weiblich | Abkürzung ASUFemininum, weiblich | θηλυκό fAbkürzung | βραχυγραφία abk <-> (= Abgassonderuntersuchung) Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έλεγχος εκπομπής μονοξειδίου του άνθρακα στα καυσαέρια αυτοκινήτων ASU ASU