„Arzneimittel“: Neutrum, sächlich ArzneimittelNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φάρμακο, φαρμακευτικό προϊόν φάρμακοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Arzneimittel φαρμακευτικό προϊόνNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Arzneimittel Arzneimittel