„Armbeuge“: Femininum, weiblich ArmbeugeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εσωτερικό του αγκώνα εσωτερικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n του αγκώνα Armbeuge Armbeuge