„Arbeitsuchende(r)“: Maskulinum und Femininum ArbeitsuchendeMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άτομο που αναζητά εργασία άτομοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n που αναζητά εργασία Arbeitsuchende(r) Arbeitsuchende(r)