anpeilen
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κατευθύνομαι προςanpeilen Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Luftfahrt | αεροπορίαFLUGanpeilen Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Luftfahrt | αεροπορίαFLUG