„Anlaufzeit“: Femininum, weiblich AnlaufzeitFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χρόνος προθέρμανσης χρόνοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m προθέρμανσης Anlaufzeit Anlaufzeit