„anklicken“: transitives Verb anklickentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κάνω κλικ σε κάνω κλικ σε anklicken Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT anklicken Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT