„Anhalter“: Maskulinum, männlich AnhalterMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> AnhalterinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άτομο που ταξιδεύει με οτοστόπ άτομοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n που ταξιδεύει με οτοστόπ Anhalter Anhalter examples per Anhalter fahren ταξιδεύω με οτοστόπ per Anhalter fahren