„angeheiratet“: Adjektiv angeheiratetAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) είναι ξάδελφος εξ αγχιστείας examples ein angeheirateter Cousin είναι ξάδελφος εξ αγχιστείας ein angeheirateter Cousin