„Amtsanmaßung“: Femininum, weiblich AmtsanmaßungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αντιποίηση αρχής αντιποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό f αρχής Amtsanmaßung Amtsanmaßung