Ami
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> umgangssprachlich | οικείοumg pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αμερικανάκιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nAmiAmi