„Altersarmut“: Femininum, weiblich AltersarmutFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φτώχεια μεταξύ των ηλικιωμένων φτώχειαFemininum, weiblich | θηλυκό f μεταξύ των ηλικιωμένων Altersarmut Altersarmut