„allermeiste(r, s)“: Adjektiv allermeisteAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) οι περισσότεροι άνθρωποι περισσότερο από όλα examples die allermeisten Leute οι περισσότεροι άνθρωποι die allermeisten Leute am allermeisten περισσότερο από όλα am allermeisten