„Aidshilfe“: Femininum, weiblich AidshilfeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φορέας περίθαλψης ασθενών του Aids φορέαςMaskulinum, männlich | αρσενικό m περίθαλψης ασθενών του Aids Aidshilfe Aidshilfe