Ackerland
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- καλλιεργήσιμη γηFemininum, weiblich | θηλυκό fAckerlandχωράφιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplAckerlandAckerland