Abwehrspezialistin
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- επικεφαλήςFemininum, weiblich | θηλυκό f αμυντικής γραμμήςAbwehrspezialistin Sport | αθλητισμόςSPORTAbwehrspezialistin Sport | αθλητισμόςSPORT
- ειδικήFemininum, weiblich | θηλυκό f επί θεμάτων άμυναςAbwehrspezialistin Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILAbwehrspezialistin Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL