abschlecken
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Süddeutsch | νοτιογερμανική παραλλαγήsüdd österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr schweizerische Variante | ελβετική παραλλαγήschweizOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- καθαρίζω κάτι γλείφονταςabschlecken ableckenabschlecken ablecken