abrücken
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- απομακρύνομαιabrückenabrücken
- αποχωρώabrücken Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILabrücken Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL