„abpumpen“: transitives Verb abpumpentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αδειάζω με άντληση αδειάζω με άντληση abpumpen Teich, Schwimmbecken, Ölet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc abpumpen Teich, Schwimmbecken, Ölet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc