„abi“: Adverb abiAdverb | επίρρημα adv österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abi österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr → see „hinunter“ abi österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr → see „hinunter“
„Abi“: Neutrum, sächlich AbiNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -s> umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απολυτήριο λυκείου απολυτήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n λυκείου Abi Abi