„Abhöranlage“: Femininum, weiblich AbhöranlageFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σύστημα παρακολούθησης με κοριούς σύστημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n παρακολούθησης με κοριούς Abhöranlage Abhöranlage