abdriften
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εκτρέπομαι της πορείαςabdriften Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF Luftfahrt | αεροπορίαFLUG in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigabdriften Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF Luftfahrt | αεροπορίαFLUG in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig