Greek-German translation for "τ"

"τ" German translation

τους
[tus]άρθρο | Artikel artπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl <αιτιατική | Akkusativakk>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • die
    τους
    τους
τους
[tus]προσωπική αντωνυμία | Personalpronomen pers prαρσενικό | Maskulinum, männlich m <3.πληθυντικός | Plural plαιτιατική | Akkusativ akk>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • sieπληθυντικός | Plural pl
    τους
    τους
  • ihnen
    τους
    τους
examples
τους
[tus]κτητική αντωνυμία | Possessivpronomen poss prαρσενικό | Maskulinum, männlich m /θηλυκό | Femininum, weiblich f /πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • ihr(e)
    τους
    τους
examples
στους
[stus]

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

ξενιτεύομαι
[kseniˈtevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

ρεύομαι
[ˈrevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

γεύομαι
[ˈjevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • kosten, probieren
    γεύομαι φαγητό
    γεύομαι φαγητό
  • genießen, auskosten
    γεύομαι απολαμβάνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    γεύομαι απολαμβάνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ταλαντεύομαι
[talanˈdevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • pendeln, schwingen
    ταλαντεύομαι κινούμαι ρυθμικά
    ταλαντεύομαι κινούμαι ρυθμικά
  • schwanken
    ταλαντεύομαι διστάζω
    ταλαντεύομαι διστάζω
υποδέχομαι
[ipoˈðexome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-τηκα>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • empfangen
    υποδέχομαι επισκέπτη
    υποδέχομαι επισκέπτη
  • aufnehmen
    υποδέχομαι φιλοξενούμενο
    υποδέχομαι φιλοξενούμενο
αμβλύνω
[amˈvlino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • entschärfen
    αμβλύνω κατάσταση
    αμβλύνω κατάσταση
examples
ώμος
[ˈomos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Schulterθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ώμος
    ώμος
examples