„τέως“: επίρρημα τέως [ˈteos]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) … der/die/das Ex- … der Exkönig examples ο/η/το τέως … der/die/das Ex- … ο/η/το τέως ο τέως βασιλιάς der Exkönig ο τέως βασιλιάς
„τους“: άρθρο | πληθυντικός αρσενικού τους [tus]άρθρο | Artikel artπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl <αιτιατική | Akkusativakk> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) die die τους τους „τους“: προσωπική αντωνυμία | αρσενικό τους [tus]προσωπική αντωνυμία | Personalpronomen pers prαρσενικό | Maskulinum, männlich m <3.πληθυντικός | Plural plαιτιατική | Akkusativ akk> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sie, ihnen sieπληθυντικός | Plural pl τους τους ihnen τους τους examples τους είδα ich sah sie τους είδα τους είπα ich sagte ihnen τους είπα „τους“: κτητική αντωνυμία | αρσενικό | θηλυκό | τους [tus]κτητική αντωνυμία | Possessivpronomen poss prαρσενικό | Maskulinum, männlich m /θηλυκό | Femininum, weiblich f /πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ihr ihr(e) τους τους examples το βιβλίο τους ihr Buch το βιβλίο τους τα παιδιά τους ihre Kinder τα παιδιά τους
„στους“ στους [stus] Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) = σε + τους → see „σε“ = σε + τους → see „σε“
„ξενιτεύομαι“: αποθετικό ρήμα ξενιτεύομαι [kseniˈtevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auswandern, ins Ausland gehen auswandern, ins Ausland gehen ξενιτεύομαι ξενιτεύομαι
„ρεύομαι“: αποθετικό ρήμα ρεύομαι [ˈrevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufstoßen, rülpsen aufstoßen, rülpsen ρεύομαι ρεύομαι
„γεύομαι“: αποθετικό ρήμα γεύομαι [ˈjevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kosten, probieren, genießen, auskosten kosten, probieren γεύομαι φαγητό γεύομαι φαγητό genießen, auskosten γεύομαι απολαμβάνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ γεύομαι απολαμβάνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
„ταλαντεύομαι“: αποθετικό ρήμα ταλαντεύομαι [talanˈdevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) pendeln, schwingen, schwanken pendeln, schwingen ταλαντεύομαι κινούμαι ρυθμικά ταλαντεύομαι κινούμαι ρυθμικά schwanken ταλαντεύομαι διστάζω ταλαντεύομαι διστάζω
„υποδέχομαι“: αποθετικό ρήμα | μεταβατικό ρήμα υποδέχομαι [ipoˈðexome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-τηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) empfangen, aufnehmen empfangen υποδέχομαι επισκέπτη υποδέχομαι επισκέπτη aufnehmen υποδέχομαι φιλοξενούμενο υποδέχομαι φιλοξενούμενο
„αμβλύνω“: μεταβατικό ρήμα αμβλύνω [amˈvlino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) entschärfen entschärfen αμβλύνω κατάσταση αμβλύνω κατάσταση examples αμβλύνω τους κραδασμούς σε abfedern αμβλύνω τους κραδασμούς σε
„ώμος“: αρσενικό ώμος [ˈomos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schulter Schulterθηλυκό | Femininum, weiblich f ώμος ώμος examples σηκώνω τους ώμους mit den Achseln zucken σηκώνω τους ώμους