ορκίζομαι
[orˈkjizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schwören (σε bei)ορκίζομαιbeschwören (ότι dass)ορκίζομαιορκίζομαι
- gelobenορκίζομαι υπόσχομαιορκίζομαι υπόσχομαι