σάρωση
[ˈsarosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Scanαρσενικό | Maskulinum, männlich mσάρωση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υσάρωση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
examples
- σάρωση για ιούςVirus-Scanαρσενικό | Maskulinum, männlich m