„ώστε“: σύνδεσμος ώστε [ˈoste]σύνδεσμος | Konjunktion, Bindewort konj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sodass sodass ώστε ώστε examples ώστε να … sodass … ώστε να … „ώστε“: επίρρημα ώστε [ˈoste]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) also also ώστε στην αρχή της πρότασης ώστε στην αρχή της πρότασης examples ώστε έτσι! so, so! ώστε έτσι! ώστε έτσι είναι! so ist es also! ώστε έτσι είναι!