ύφασμα
[ˈifazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stoffαρσενικό | Maskulinum, männlich mύφασμαGewebeουδέτερο | Neutrum, sächlich nύφασμαTuchουδέτερο | Neutrum, sächlich nύφασμαύφασμα
examples
- υφάσματαπληθυντικός | Plural plTextilienπληθυντικός | Plural pl
- ύφασμα βελουτέVeloursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ύφασμα επίπλωσης οικείο | umgangssprachlichοικDekostoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m