„ύστατος“ ύστατος [ˈistatos], ύστατη, ύστατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) allerletzte allerletzte(r, s) ύστατος ύστατος examples η ύστατη λύση der letzte Ausweg η ύστατη λύση ύστατη λύσηθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Notnagelαρσενικό | Maskulinum, männlich m ύστατη λύσηθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ