όγκος
[ˈoŋgos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Volumenουδέτερο | Neutrum, sächlich nόγκος μαθηματικά | Mathematikμαθόγκος μαθηματικά | Mathematikμαθ
- Umfangαρσενικό | Maskulinum, männlich mόγκος διαστάσειςόγκος διαστάσεις
- Masseθηλυκό | Femininum, weiblich fόγκος σωρόςόγκος σωρός
- Tumorαρσενικό | Maskulinum, männlich mόγκος ιατρική | Medizinιατρόγκος ιατρική | Medizinιατρ
examples
- όγκος εγκεφάλουHirntumorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- όγκος εμπορίουHandelsvolumenουδέτερο | Neutrum, sächlich n