„όαση“: θηλυκό όαση [ˈoasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Oase Oaseθηλυκό | Femininum, weiblich f όαση όαση