„ωχρότητα“: θηλυκό ωχρότητα [oˈxrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blässe Blässeθηλυκό | Femininum, weiblich f ωχρότητα χλομάδα ωχρότητα χλομάδα