„ωχρίαση“: θηλυκό ωχρίαση [oˈxriasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erbleichen Erbleichenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ωχρίαση ωχρίαση