ψωροπερήφανος
[psoropeˈrifanos], ψωροπερήφανη, ψωροπερήφανοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aufgeblasenψωροπερήφανοςψωροπερήφανος