ψωρίαση
[psoˈriasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schorfαρσενικό | Maskulinum, männlich mψωρίαση βοτανική | Botanikβοτψωρίαση βοτανική | Botanikβοτ
- Schuppenflechteθηλυκό | Femininum, weiblich fψωρίαση ιατρική | Medizinιατρ ζωολογία | Zoologieζωολψωρίαση ιατρική | Medizinιατρ ζωολογία | Zoologieζωολ